-
1 хорда
1. (тех., мат.) η χορδήконцевая ав. - ακραία -корневая ав. - της ρίζαςосевая ав. - του άξονα2. анат. η χορδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хорда
-
2 связка
связка ж 1) η δέσμη, το δέμα, το δεμάτι 2) анат. η χορδή; голосовые \связкаи οι φωνητικές χορδές* * *ж1) η δέσμη, το δέμα, το δεμάτι2) анат. η χορδήголосовы́е свя́зки — οι φωνητικές
-
3 струна
-
4 струнка
стру́нк||аж уменыи. ἡ μικρή χορδή, ἡ χορδίτσα· ◊ слабая \струнка ἡ εὐαίσθητη χορδή· вытянуться в \стрункау στέκομαι σέ στάση προσοχής· заставлять кого́-л. ходить по \стрункае κάνω κάποιον νά στέκεται σούζα μπροστά μου. -
5 струна
-ы, πλθ. струны θ.1. χορδή (μουσικών οργάνων).πλθ. -ы οι μουσικοί φθόγγοι.2. τα ευαίσθητα σημεία•-ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής.
3. κάθε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρ ί κλπ.).εκφρ.в -у ή -ой – α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)•держать в -е кого – κρατώ κάποιον σε αυστηρότητα• με αυστηρή επίβλεψη•тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого – θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου. -
6 хорда
-ы θ.1. (μαθ.)• η χορδή.2. χορδή μέλους του σώματος. -
7 струна
муз. η χορδή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > струна
-
8 тетива
1.(лука) η χορδή (τόξου) 2. (боковая наклонная балка лестницы со ступеньками) το κλιμακόπλευρο, το σκαλο-μέρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тетива
-
9 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
10 визига
визигаж νωτιαία χορδή στουριονιοῦ. -
11 связка
связкаж1. ἡ δέσμη, τό δέμα, τό μάτσο:\связка книг ἡ δέσμη βιβλίων \связка ключей ὁ ὀρμαθός (или ἡ ἀρμαθιά) κλειδιών \связка гранат ἡ δέσμη χειροβομβίδων, τό μάτσο χειροβομβίδες·2. анат. ὁ σύνδεσμος/ ἡ χορδή (голосовая)·3. лингв. τό συνδετικό ρήμα -
12 струна
струнаж ἡ χορδή, ἡ κόρδα. -
13 тетива
тетиваж ἡ χορδή τόξου, ἡ κόρδα -
14 хорда
хордаж мат ἡ χορδή. -
15 басовый
επ.ο του μπάσσου• βαθύφωνος•-ая струна η χορδή του μπάσσου•
басовый ключ ο γνώμονας μπάσσου• ο γνώμονας του φα.
-
16 затронуть
ρ.σ.μ.1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.
2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•
он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•
они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•
затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•
у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•
вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.
-
17 квинта
-ы θ.ο πέμπτος μουσικός φθόγγος κλίμακας. || το διάστημα της πέμπτης. || η λε-τδτερη χορδή μουσικού οργάνου. -
18 навой
-я α.1. περιτύλιξη, πήνιση, μασούριασμα.2. βοστρύχωση, κατσάρωμα, οντουλάρισμα.3. περιτύλιγμα•струно с медным -ем χορδή μέ χάλκινο περιτύλιγμα.
4. μηχάνημα περιτύλιξης κλωστής. -
19 натянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. εντείνω, τεντώνω τραβώ•натянуть тетиву лука τεντώνω τη χορδή του τόξου•
натянуть вожжи τραβώ τα χα-λινά•
натянуть холст на рамку τεντώνω το πανί στο τελάρο.
2. τραβώ προς το μέρος μου ή προς τα πάνω μου•натянуть на себя одеяло τραβώ πάνω μου το πάπλωμα.
|| φορώ, ντύνω, βάζω κάτι στενό•натянуть сапоги βάζω με δυσκολία τις μπότες•
перчатки φορώ τα στενά γάντια.
3. παρατραβώ, το παρακάνω, ξεπερνώ τα όρια.4. απρόσ. συννεφιάζω καλύπτω, σκεπάζω.1. τεντώνομαι, εντείνομαι.2. (απλ.) μεθώ, τα κοπανώ. -
20 поднять
-ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял-ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -оρ.σ.μ.1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•
поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•
опять поднять ξανασηκώνω.
2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.
|| μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.
3. ανεβάζω•поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.
|| υψώνω•поднять русу σηκώνω το χέρι•
поднять голову σηκώνω το κεφάλι.
|| ανυψώνω•поднять занавес σηκώνω την αυλαία.
4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•народ ξεσηκώνω το λαό.
|| ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.(κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.
|| κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•поднять пыль σηκώνω σκόνη.
|| μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).6. ξεσηκώνω•поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•
-шум ξεσηκώνω θόρυβο•
поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•
поднять крик βγάζω κραυγή•
поднять хохот ανακαγ-χάζω.
|| ανακινώ•поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.
7. υψώνω, ανεβάζω•поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.
|| μτφ. εξυψώνω•поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).
8. (μουσ.) υψώνω•поднять голос αναβάζω τη φωνή•
поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•
поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.
9. μεγαλώνω, αυξαίνω•поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•
поднять цены υψώνω τις τιμές.
|| μτφ. ανεβάζω•поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.
10. ανορθώνω καλυτερεύω•поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.
11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).
εκφρ.поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•- пары – σηκώνω ατμούς•перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•
поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•
флаг -лся η σημαία υψώθηκε•
рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.
|| αναπλέω.2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•-лся месяц βγήκε το φεγγάρι.
3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).4. εγείρομαι•поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.
|| ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•
поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•-лся вопрос προέκυψε ζήτημα.
6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•
цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
|| μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•настроение -лось η διάθεση επανήλθε.
|| ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χορδῇ — χορδή guts fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — guts fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
χορδή — η 1. νηματοειδές σώμα από έντερο ή και μέταλλο, το οποίο τεντώνεται πάνω στο ηχείο μουσικού οργάνου και παράγει ήχο, κόρδα. 2. νεύρα τόξου. 3. καθετί που έχει σχήμα χορδής: Στο λάρυγγα υπάρχουν οι φωνητικές χορδές. 4. στη γεωμετρία, χορδή είναι η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορδαῖς — χορδή guts fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδαῖσι — χορδή guts fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδαί — χορδή guts fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδᾶν — χορδή guts fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδᾶς — χορδή guts fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδῆς — χορδή guts fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδῇσιν — χορδή guts fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)